ἔνυδρος

ἔνυδρος
ἔνυδρος, ον (since Hes. Fgm. 27 of things that contain water; since Soph. also of entities that live in or by water, so also Wis 19:10, 19; 4 Macc 1:34; Hes. 19:3; Philo; Jos., Ant. 16, 142; Ar. 12, 3) (living) in water ζῷα … ἔ. Hm. 12, 4, 1 v.l.—DELG s.v. ὕδωρ.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔνυδρος — with water in it masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού …   Dictionary of Greek

  • ένυδρος — η, ο 1. που ζει ή βρίσκεται στο νερό, υδρόβιος: Ένυδρα φυτά. 2. (χημ.), που περιέχει στα μόριά του και μόρια νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνύδρως — ἔνυδρος with water in it adverbial ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνυδρον — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc sg ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτη — ἔνυδρος with water in it fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτην — ἔνυδρος with water in it fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδρότερα — ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδροις — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρου — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρους — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”